- ταγῷ
- τᾱγῷ , ταγόςcommandermasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταγώ — έω, Α [ταγός] (ποιητ. τ.) είμαι ταγός* … Dictionary of Greek
συνομοταγώ — έω, Α συμβάλλω, συντελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμ(ο) * + ταγῶ «είμαι ταγός, αρχηγός»] … Dictionary of Greek